-
1 πανόψιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανόψιος
-
2 ὑπονόσφιος
ὑπονόσφιος, ον,A surreptitious,ὑπονόσφιον ἔγχος ἑλοῦσα Il.21.397
as read by Antimachus ( πανόψιον vulg.); also written above the line in a Homer-Pap. of iii B. C. (PGrenf.2.4 (a)).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπονόσφιος
См. также в других словарях:
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek